- διαπιστώ
- (I)διαπιστῶ (-έω) (AM) [απιστώ]1. δυσπιστώ εντελώς2. μέσ. δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου.————————(II)βλ. διαπιστώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπιστῶ — διαπιστέω distrust utterly pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπιστέω distrust utterly pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαπιστέω distrust utterly pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπιστέω distrust utterly pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπιστώνω — (AM διαπιστῶ, όω) 1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές … Dictionary of Greek